- γονεωνυμικός
- -ή, -ό1. αυτός που ονομάζεται από το όνομα τού γονέως2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γονεωνυμικάπαρώνυμα ουσιαστικά σε -ιδεύς, -ουλο κ.λπ. για δήλωση νεογνών ζώων (πρβλ. «λέων -λεοντιδεύς», «αετός -αετιδεύς», «κότα -κοτόπουλο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < γονεύς (γονέως) + όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Το -ω- τού τ. δικαιολογείται από τον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. ανδρωνυμικός, μητρωνυμικός, πατρωνυμικός)].
Dictionary of Greek. 2013.